πολύκοσμος

πολύκοσμος
-ον, Α
(κατά τον Ησύχ.) «πολυδαίδαλος, πολυποίκιλος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -κοσμος (< κόσμος «στολισμός»), πρβλ. εύ-κοσμος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κόσμος — I Τίτλος διαφόρων εφημερίδων και περιοδικών. 1. Περιοδικό που εκδόθηκε στην Αθήνα από τον Κ. Σταθόπουλο το 1861. 2. Περιοδικό που εκδόθηκε στην Κωνσταντινούπολη από τους Μ. Καλλέργη και Ι. Τανταλίδη το 1882. 3. Περιοδικό που εκδόθηκε στην Αθήνα… …   Dictionary of Greek

  • ԲԱԶՄԱԶԱՐԴ — ( ) NBH 1 404 Chronological Sequence: Early classical, 11c, 12c ա.մ. πολύκοσμος, ον valde ornatus, comptus Բազում զարդս ունօղ, կամ ունելով. բազմօք զարդարեալ. շքեղ. բարեզարդ. զարդարուն. *Զիմաստութիւն զգեցիր քեզ զարդ, մի՛ զարդ, մի՛ զպատմուճանըս… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”